εύτρωτο

εύτρωτο
εὔτρωτος, -ον (Α)
αυτός που τραυματίζεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τρωτός (< τιτρώσκω «τραυματίζω, πληγώνω»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αφίσα — Έντυπο που τοιχοκολλείται ή τοποθετείται σε ειδικό χώρο, με προορισμό να μεταδώσει στον περαστικό, με τρόπο σύντομο αλλά και αποτελεσματικό, κάποιο μήνυμα ή να τον πληροφορήσει για κάποια εκδήλωση. Η α. είναι η σημαντικότερη και γνωστότερη από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”